- γνωτοφόντις
- γνωτοφόντις, η (Α)φόνισσα συγγενούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < γνωτός «συγγενής» + -φοντις (θηλ. τού -φοντης) < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση τού φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνωτοφόντιν — γνωτοφόντις murderer of another s brother fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)